Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Μεγέθη...

"Το μήκος του κόσμου μετριέται με το ύψος σου"

Διάβασε στην μετώπη του γκρεμισμένου αρχαίου ναού.
 Αν και δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστες κολώνες ντράπηκε να προχωρήσει. Όχι μετά από μια τέτοια επιγραφή.

Κάθισε σε ένα αδέσποτο φαγωμένο μάρμαρο και περίμενε απ' έξω.
Οι υπόλοιποι της παρέας μπήκαν, πάτησαν, περπάτησαν, κοίταξαν, ψηλάφισαν, σχολίασαν και βγήκαν, συνεχίζοντας για το επόμενο αξιοθέατο, αφήνοντας τις κολώνες ξανά στη σιωπή τους.


(Ναός Ήρας, Ακράγας)


"Το μήκος του κόσμου μετριέται με το ύψος σου"

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Ο Καναπές




Βολεύτηκε αναπαυτικότερα.
Εδώ και χρόνια
μια οθόνη του μάθαινε τη ζωή
ενώ του την έκλεβε.




Sofa People, by Nicola Slattery

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Περί έλξεων...


Η Αγγέλα δεν ξέρει αν πρέπει να χτυπήσει την πόρτα για να μπει ή απλώς αν ανοίγει και μπαίνει. Διστάζει. Τα χέρια της σφίγγονται. Τα χείλη της σουφρώνουν σε μια μικρή σχισμή. Μέχρι να το πάρει απόφαση.
Ναι! Θα μπει χωρίς να χτυπήσει. Έτσι δυναμικά για να δείξει οικειότητα. Κι αν… θεωρηθεί αγένεια; Τι να κάνει τελικά; Πρώτη μέρα στη δουλειά έξω από την μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου.
Θα την σπρώξει απαλά και θα μπει. Ναι, αυτό θα κάνει.
Τα δάχτυλά της σφίγγουν το κρύο πόμολο. Έτοιμη να σπρώξει…

Αστεράκια! Η πρώτη της μέρα στη δουλειά συνοδεύεται από έναν υπέροχο έναστρο ουρανό!
"Συγνώμη! Δεν ήξερα ότι είσαστε πίσω από την πόρτα…"
Μια φωνή ακούγεται μέσα από τον ουρανό. Μαυρίλα όλα γύρω της. Πότε φύγαν τ' αστέρια από τον ουρανό κι άφησαν μόνη της τη νύχτα; Το βλέμμα της θολωμένο. Ένας πόνος ξυπνάει στο κεφάλι της. Πιάνει ασυναίσθητα το εξόγκωμα που φουσκώνει σιγά-σιγά. Καρούμπαλο! Ανοίγει τα μάτια. Ένας υπέροχος άντρας την κοιτάζει και ανησυχεί για χάρη της.
"Είστε καλά; Μιλήστε μου… ελάτε να καθίσετε…"

Μια σκοτοδίνη την κυριεύει ξανά. Τα πόδια της τρέμουν, οι λέξεις ξεραίνονται στην γλώσσα της, δεν ξέρει τι να πει.
Ο υπέροχος άντρας ακουμπά τα καλοσχηματισμένα του δάχτυλα στο γυμνό της μπράτσο και την οδηγεί σε μια καρέκλα.

Έχει μπει! Είναι ήδη μέσα στο γραφείο. Με έναν τρίτο τρόπο από αυτούς που είχε να επιλέξει.
'ΕΛΞΑΤΕ' έγραφε η πόρτα. Πώς δεν το 'χε προσέξει; Πώς κανένας δεν την ειδοποίησε γι' αυτήν την τρομερή έλξη που θα ένοιωθε για τον νέο της συνάδελφο; Αυτήν την αναπάντεχη έλξη που έστειλε την πόρτα κατακούτελα πάνω της;
Χαμόγελο δεν είναι αυτό που σχηματίστηκε στο πρόσωπό της; Ένα υποτονικό μειδίαμα. Κι αυτή η ασθενική φωνούλα που ακούγεται δική της;
"Ει… ει… είμαι εντάξει… μην… μην ανησυχείτε…"

Τι δυναμικά που μπήκε στο γραφείο τελικά! Μα, αυτός είναι ακόμα εκεί και την κοιτάζει μέσα στα μάτια, προσπαθεί να την διαβάσει, να την καταλάβει… Τι στην ευχή; Πάνω στην ταραχή της λες να άφησε ανοιχτό το εξώφυλλο της ψυχής της; Η σκοτοδίνη της να ήταν τελικά διαφωτιστική γι αυτόν;
Α, όχι! Πρέπει να συνέρθει. Να ξαναγίνει η νέα προϊστάμενη με το απόμακρο ύφος. Να μπορεί να επιβάλλεται σ' αυτόν τον… αχ, ακαταμάχητο υπάλληλό της.
Τι ανόητη να πάρει τέτοια ώθηση ονειροπόλησης από την αρχή, μόνο και μόνο γιατί δεν πρόσεξε το "Έλξατε"!


-

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Παρέκκλιση


Κι αν βγεις -καράβι- απ' τη ρότα σου
δεν είναι γιατί σου έλειψε ο χάρτης
(απλώς χαρτί στα χέρια σου)
είναι γιατί πρέπει να τον χαράξεις πάνω σου
με πυρωμένη ακίδα (παλιός τρόπος των τατού)
μέχρι να τον αποστηθίσεις
(κι ας έχεις τον παπαγάλο στον ώμο σου, στο ύψος των ματιών,
έναν πολύχρωμο που αγόρασες φτηνά σε προσφορά,
του 'λείπαν τα πιστοποιητικά γενεαλογίας, λέει).


"Είναι και απέραντη η θάλασσα…"
έγραψες στο ναυτικό ημερολόγιο
για δίκαιολογία
λες και δεν έμαθες να διαβάζεις τ' άστρα
ή δε σου δόθηκε πυξίδα...

Μα, δε σου είπανε ποτέ
πως κάθε παρέκκλιση
(όταν ξαναβρίσκεις την πορεία)
χαρτογραφείται στα όρια της ρότας;




(καλλιτέχνις: alison,sunraestudios)

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Ο Λαβύρινθος

Γύρισε πίσω στο λαβύρινθο. Εκεί όπου καραδοκούσε ο Μηνόκαιρος.
Οι άλλοι έξω χόρευαν στη γιορτή του φεγγαριού. Παρέες-παρέες συζητούσαν, αστειευόταν, φώναζαν. Δυο τρία ζευγαράκια είχαν τραβηχτεί σε πιο σκοτεινές γωνιές. Κάποιοι είχαν μεθύσει κι είχαν αρπάξει δυο γυναίκες απ' τη μέση, ερωτοτροπώντας αδιάντροπα μπροστά σε όλους. Άλλοι, νεώτεροι, άδραχναν τα κέρατα του ταύρου και πηδούσαν στην πλάτη του, γελώντας με τη δύναμη της ζωής, αψηφώντας τον κίνδυνο.
Κάποιος, μόνος, είχε κουλουριαστεί γεμάτος πόνο σε μια άκρη και θρηνούσε το χαμένο του έρωτα. Δυο έμποροι μάλωναν για την τιμή των σιτηρών και του λαδιού κι έψαχναν τρόπο να εξαπατήσει ο ένας τον άλλον. Μια γυναίκα τίναζε τα ρούχα της και χόρευε προκλητικά στο ρυθμό της μουσικής. Γύρω της είχαν μαζευτεί λαίμαργα μάτια.

Κι εκείνος χώθηκε ακόμα πιο βαθειά στα σκοτάδια των διαδρόμων. Χωρίς το χρυσό μίτο αυτή τη φορά. Θυμάται πώς λαμπύριζε σ' εκείνα τα μυστηριώδη σκοτάδια και του 'δειχνε την έξοδο.
Μα τώρα η Αριάδνη ήταν στη Άνδρο (κάποιος του είπε πως την είχε δει στη Νάξο ζευγαρωμένη με το Διόνυσο, με ένα στεφάνι από αμπελόφυλλα να κοσμεί το όμορφο κεφάλι της).
Προχώρησε κι άλλο και στάθηκε. Ήξερε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα λαβύρινθο, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσε να τον δει ολόκληρο. Κάθε φορά έβλεπε μόνο ένα μέρος κάποιου διαδρόμου. Όσο κι αν προσπαθούσε να σχηματίσει έναν χάρτη στο μυαλό του δεν τα κατάφερνε. Ακόμη κι όταν νόμιζε ότι είχε βρει κάποιο σχέδιο, μια στροφή του φανέρωνε καινούργιους δαίδαλους, μπερδευόταν και χανόταν ακόμα περισσότερο.

Μα, σήμερα, προτίμησε το λαβύρινθο απ' τη γιορτή. Τη σιωπή από τα σκώμματα και τα χάχανα. Τον άδειαζαν οι συζητήσεις των τραπεζιών, τα θολά βλέμματα και τα φτιασιδωμένα χαρούμενα πρόσωπα.
Προτιμούσε να είναι μόνος και τυφλός στα σκοτάδια του λαβύρινθου παρά τυφλός έξω στο φως του φεγγαριού με τους άλλους.
Θυμάται, όταν ήταν παιδί, το γέρο σοφό που του ζητούσε να τον συντροφεύει στους περιπάτους του.
Τι θέλεις ένα μικρό παιδί για συντροφιά και αδιαφορείς για εμάς, έλεγαν στο γέρο αυτοί που κυνηγούσαν κάτι από τη σοφία του. "Εγώ βλέπω μόνο ό,τι έμαθα να βλέπω. Το παιδί θα δει ό,τι θα μάθει και μαζί του θα μάθω κι εγώ…" απαντούσε και τους άφηνε πίσω.

Γιατί είχε φτιαχτεί ένας τέτοιο λαβύρινθος; Άραγε να είχε καταφέρει, ποτέ, κάποιος να βρει την έξοδο; Μόνο ψαχουλεύοντας τους τοίχους μπορούσες να τον ερευνήσεις; Να 'χε κάποιο μυστικό πέρασμα; Και ο τρομερός Μηνόκαιρος; Γιατί είχε τόση δύναμη; Πού, πώς βρέθηκε εδώ, τι φύλαγε, τι εξυπηρετούσε…
Κανένας δεν ήθελε να συζητάει τέτοια θέματα. Έκλειναν τα μάτια και διασκέδαζαν απόψε στη γιορτή λες και ο λαβύρινθος δεν υπήρχε λίγα μόλις βήματα μακριά τους. Προτιμούσαν τις διασκεδάσεις για να ξεφεύγουν από το μόχθο του βίου. Τους αρκούσε λίγο κρασί, δυο αστεία κι ένα ιδρωμένο κορμί για να αφήσουν όλες τις έγνοιες πίσω. Μέχρι το ξημέρωμα. Και μετά ξανά απ' την αρχή. Κι ήταν ευτυχισμένοι κι ας μην το 'ξεραν. Ή μήπως αυτή ήταν η δυστυχία τους;


Έκλεισε τα μάτια. Δεν μπορούσε να μένει άλλο μαζί τους κι ούτε ήξερε αν έβρισκε ποτέ διέξοδο εδώ. Ίσως ο λαβύρινθος να είχε φτιαχτεί για να παγιδεύει αυτούς που αποπροσανατολίζονταν κι έχαναν τον δρόμο που τραβούσαν οι υπόλοιποι. Ίσως να μην είχε κανένα σκοπό και να ήταν ένα πανούργο τέχνασμα για να φυλακίζει εκούσια. Όμως όλα είχαν έρθει έτσι που δεν μπορούσε να πισωγυρίσει.

Άπλωσε το δάχτυλό του και το έσυρε στον υγρό τοίχο με τα ανάγλυφα γράμματα: "Έπαψα να πιστεύω αλλά ελπίζω" διάβασε μέσα του και συνέχισε να περπατάει…

-

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι


Ακόμη ένα DVD για να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα του σιδερώματος. Μη διαβάζοντας την περίληψη ούτε που ήξερα τι θα έβλεπα. Η πρώτη σκηνή με την υπηρέτρια μου θύμισε πίνακα του Βερμέερ. Το υπόλοιπο έργο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη γιατί αναφερόταν σε αυτόν και τα έργα του.

Λόγω του ότι δεν σώθηκαν και πολλά στοιχεία για τη ζωή του ζωγράφου, η συγγραφέας Τρέισι Σεβαλιέ, μελετώντας αυτόν τον πίνακα, εμπνεύστηκε να δημιουργήσει τις δικές της λογοτεχνικές απαντήσεις πάνω στα ερωτήματα που δημιουργεί.
Ή όπως διαβάζουμε στο διαφημιστικό του βιβλίου:
"Η συγγραφέας εμπνεύστηκε από το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι σ' έναν από τους πιο αισθαντικούς και μυστηριώδεις πίνακες του Βερμέερ κι έγραψε ένα μυθιστόρημα με λεπτότατο ερωτισμό για το τέλος της αθωότητας και το τίμημα της μεγαλοφυΐας."

Όσο για την ταινία:
"Στηριζόμενος στη νουβέλα της Tracy Chevalier, ο σκηνοθέτης Peter Webber, επιχειρεί να ρίξει φως στη μυστηριώδη ζωή και το εξίσου αινιγματικό έργο του Δανού ζωγράφου του 17ου αιώνα, Johannes Vermeer. Σκιαγραφεί το χώρο και το χρόνο μέσα στον οποίο γεννήθηκαν και ανέπνευσαν τα σπουδαιότερα από τα έργα του και προσφέρει την δική του εναλλακτική ενός κόσμου ελάχιστα γνώριμου. Έχοντας στη διάθεσή του μετρημένα στοιχεία για τα μοντέλα των πινάκων του, την καθημερινότητα ή τις εμπνεύσεις του - αφού ως και σήμερα η ζωή του Vermeer κρύβει πολλά μυστικά - παρακολουθεί ένα φανταστικό (;) ειδύλλιο, ρίχνοντας πολύτιμο φως σε πολλά ερωτήματα.
Ποιο είναι το κορίτσι με τα τεράστια μάτια, που αναπαριστάται στον διασημότερο πίνακά του; Είναι ο ερωτισμός ή η αμηχανία που κρύβονται πίσω από το χαμόγελό της; Πώς βρέθηκε στο αυτί της το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, που τόσο όμορφα σκορπά στο σκοτεινό δωμάτιο το φως κάποιας μακρινής λάμψης; Σε αυτά τα ερωτήματα αποκρίνεται ο Webber, κατευθύνοντας τις κινήσεις της βραδυφλεγούς Scarlet Johanson και του οικεία σκοτεινού Colin Firth, μέσα στο κάδρο αυτού του μελαγχολικού πίνακα. Υπέροχη φωτογραφία, βλέμματα και αγγίγματα με κομμένες ανάσες και μία ταινία τόσο αθόρυβη όσο ο πιο άγριος έρωτας."



Η συγγραφέας πήρε υλικό για τη νουβέλα και από άλλους πίνακες του ζωγράφου και το ίδιο έκανε και ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας. Δεν διάβασα το βιβλίο για να ξέρω κατά πόσο βοήθησε το σκηνοθέτη, αλλά στην ταινία πολλές σκηνές είναι σα ζωντανοί κινούμενοι πίνακες εκείνης της εποχής.
Σε κάποια σκηνή μάλιστα, οι σκιές και ο τρόπος που πέφτει το φως στους καπνισμένους τοίχους, μου 'φεραν στο μυαλό πίνακες του Γύζη και του Λύτρα.

Στην υπόθεση που έπλασε η συγγραφέας, ένας τεχνίτης της εποχής που φτιάχνει πλακάκια παθαίνει κάποιο ατύχημα στα χέρια του και δεν μπορεί να δουλέψει πια. Κάποια από τα γαλαζόμορφα πλακάκια που έχει φτιάξει, έχουν τοποθετηθεί σαν σοβατεπί στο δωμάτιο που χρησιμοποιεί για στούντιο ο ζωγράφος. Το πώς και τι δε μας δίνεται στο έργο, αλλά ο τεχνίτης στέλνει την κόρη του σαν υπηρέτρια στο σπίτι του ζωγράφου.


Παρατηρώντας τους πίνακες του Βερμέερ, όπως στους: Γυναίκα που στέκεται μπροστά σε βιργινάλι (όπου υπάρχουν πλακάκια με ερωτιδείς), Γυναίκα που γράφει γράμμα και η υπηρέτριά της, Ο Γεωγράφος, Η γαλατού κλπ, πρόσεξα σχεδόν τα ίδια πλακάκια που υπάρχουν και στην ταινία και που προφανώς ενέπνευσαν και τη συγγραφέα να δημιουργήσει την αρχή της υπόθεσής της.
Σ' αυτούς τους πίνακες επίσης, όπως και σε πολλούς άλλους, επαναλαμβάνεται το ίδιο δωμάτιο (στούντιο του ζωγράφου) με τα ιδιαίτερα παράθυρά του, που βρίσκονται πάντα στα αριστερά όπως και στην πιστή αναπαράσταση της ταινίας.

Ο Βερμέερ έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να αποδίδει το φως και τις σκιές. Αναπαράγει την επίδραση του απαλού φωτισμού με μορφές που δεν είναι οριοθετημένες από ακριβείς γραμμές, αλλά από αδιόρατα περιγράμματα που τονίζουν τη φωτεινότητά τους.
Έτσι, η συγγραφέας αρπάζει αυτήν την ευκαιρία για να προσδώσει ιδιαίτερη ευαισθησία στον χαρακτήρα της υπηρέτριας που όταν την αφήνουν να καθαρίσει το δωμάτιο-στούντιο, αυτή αγωνιά για το αν πρέπει ή όχι να καθαρίσει και τα σκονισμένα παράθυρα μην τυχόν και χαλάσει τον θολό φωτισμό που παρατηρεί και θαυμάζει (αν και αμόρφωτη) στα έργα του ζωγράφου.


Η απεικόνιση του λουτρού ως έμβλημα στην τέχνη, συμβολίζει την αγνότητα και την αθωότητα. Ο πειραματισμός του Βερμέερ σε έναν πίνακά του με αυτό το θέμα (Γυναίκα με κανάτα του νερού), δίνει και πάλι έμπνευση στη συγγραφέα να βάλει στη θέση του μοντέλου την αγνή προσωπικότητα της συγκεκριμένης υπηρέτριας. Και επειδή εικάζεται ότι ο Βερμέερ είχε σκοπό να τοποθετήσει μια καρέκλα στον πίνακα αυτόν αλλά τελικά την αφαίρεσε, η συγγραφέας δίνει αυτήν την πρωτοβουλία στην ευαίσθητη διαίσθηση της (υποτιμούμενης από τους άλλους) υπηρέτριας, που τη μετακινεί για να δείξει στο ζωγράφο ότι εμπόδιζε το φως να φτάσει απ' ευθείας στη μορφή.





Η άλλη υπηρέτρια που υπάρχει στο σπίτι είναι πανομοιότυπη με την ευτραφή Γαλατού, πάλι από πίνακα του ζωγράφου.


Επίσης στο έργο αναφέρεται και κάποιος μαικήνας που αγόραζε πολλούς πίνακες του Βερμέερ και ήταν ο βασικός του χρηματοδότης ως προς τα του ζειν και που τάχα απεικονίζεται σε έναν άλλον πίνακα του ζωγράφου (Γυναίκα και δύο άντρες) για τον οποίον υπάρχει στο έργο μια αισθαντική περιγραφή της κοπέλας (υποθετικά: μιας άλλης υπηρέτριας) με το κόκκινο φόρεμα.


Και πάλι η συγγραφέας βασίστηκε γι αυτό στη βιογραφία του ζωγράφου.
Υπάρχει συμβολαιογραφική πράξη όπου κάποιος Pieter van Riujven, πλούσιος ιδιοκτήτης και συλλέκτης, δανείζει στον Βερμέερ ένα μικρό ποσό. Το ποσό εικάζεται ότι ήταν προκαταβολή για κάποιον πίνακα.
Η συγγραφέας προεκτείνει την προκαταβολή αυτή για έναν πίνακα με μοντέλο την υπηρέτρια που παρήγγειλε ο μαικήνας (την είχε βάλει στο μάτι) και που καταλήγει τελικά να γίνει: Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι. Στην κατοχή του κληρονόμου του Pieter van Riujven βρέθηκαν 20 έργα του Βερμέερ που σημαίνει ότι όντως υπήρχε στενή σχέση παραγγελιών και αγοράς πινάκων μεταξύ των δυο τους.

Δεν ξέρω για το βιβλίο, αλλά σ' αυτήν την ταινία με κέρδισε περισσότερο η εικόνα παρά το σενάριο, το οποίο βρήκα μεν ευρηματικό όσον αφορά τα πραγματικά στοιχεία που σχετίζονται με το ζωγράφο, αλλά κάπως χλιαρό για να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του θεατή.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Σίκινος


Το ΒΗmagazino της προηγούμενης Κυριακής είχε αφιέρωμα στη Σίκινο και έγινε η αφορμή να θυμηθώ τη σύντομη παραμονή μου εκεί.
Την είχα επισκεφτεί πριν πολλά χρόνια.
Είχα περάσει από τη Σαντορίνη στη Φολέγανδρο και αφού την γύρισα σχεδόν όλη με τα πόδια, είπα τις τελευταίες μέρες των διακοπών να πεταχτώ και στη Σίκινο. Ταξίδευα μόνη, αν και στη Σαντορίνη βρήκα τις φίλες μου που όμως συνέχισαν για αλλού.
Έκλεισα κάτω στο λιμάνι της Σίκινου ένα μικρό δωματιάκι, χωρίς μπαλκόνι, με ένα παράθυρο που έβλεπε διαγώνια στη θάλασσα (είχα φτάσει αργά το απόγευμα και δεν έψαξα και πολύ για κάτι καλύτερο).
Την επόμενη το πρωί πήρα το πάνινο σακίδιο στην πλάτη μου και ξεκίνησα πεζή την ανηφόρα για να επισκεφτώ τη χώρα. Όχι ότι δεν υπήρχε συγκοινωνία, αλλά μου άρεσε το περπάτημα.
Δεν θυμάμαι για ποιο λόγο μπήκα σε ένα μικρό μπακάλικο (μετά από τόσα χρόνια η μνήμη συγκράτησε μόνο ό,τι της έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση). Ίσως για να τσιμπήσω κάτι ή να ανανεώσω το νερό στο φλασκί μου.
Σε ένα τραπεζάκι καθόταν 2-3 ηλικιωμένοι μαζί με τον παπά του χωριού. Και πάλι δεν θυμάμαι πώς έγινε η αφορμή και ανοίξαμε συζήτηση. Κατά πάσα πιθανότητα με ρώτησαν πώς μου φαίνεται το νησί τους. Θυμάμαι ότι τους μίλησα για το όμορφο παραδοσιακό του χρώμα, παίνεσα τα λιθόστρωτα καλντερίμια…

Το επόμενο που θυμάμαι ήταν να μου λένε με παράπονο πως όλος αυτός ο δρόμος που ενώνει τη χώρα με το λιμάνι ήταν λιθόστρωτος και τον ξήλωσαν για να τον κάνουν άσφαλτο. Μη μπορώντας να πιστέψω ότι μπορεί να έγινε κάτι τέτοιο, τους μίλησα για τεράστιο έγκλημα. Μου εξήγησαν ότι ο λόγος ήταν πως τρανταζόταν το λεωφορείο που ένωνε λιμάνι και χώρα και χαλούσε συνέχεια.
Και για να μην χαλάει το λεωφορείο χάλασαν την πολιτιστική κληρονομιά τους, αν είναι δυνατόν!
Στην ερώτησή μου γιατί δεν άνοιξαν τουλάχιστον έναν άλλο δρόμο, μου είπαν πικραμένοι ότι είχε προταθεί κάτι τέτοιο αλλά θα περνούσε από χωράφια παραγόντων (εφήμερων και μικρόμυαλων συμπλήρωσα) του νησιού που δεν τους συνέφερε και απορρίφτηκε.
Μια και είδαν ότι ενδιαφέρομαι, μου πρότειναν να πάω να δω και ένα άλλο αξιοθέατο του νησιού, παρατημένο και ακόμα μη αξιοποιήσιμο. Είναι πολύ μακριά όμως, μια ώρα περπάτημα… θα μπορέσεις να πας;
Θα πάω, τους είπα και μου έδωσαν οδηγίες για το πώς να το βρω. Ξεκίνησα λοιπόν να βρω τον αρχαίο ναό που είχε γίνει εκκλησία, όπως μου είχαν εξηγήσει, περιγράφοντάς μου το κτίσμα και κάτι από την ιστορία του.

Το μονοπάτι που θα με οδηγούσε εκεί στην αρχή ήταν ευδιάκριτο αλλά μετά άρχισε να μπερδεύεται με τα αγροτικά μονοπάτια που οδηγούσαν σε μικρά χωράφια. Κάποια στιγμή χάθηκα και βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα σε αμπέλια προς άλλη κατεύθυνση. Κατάλαβα το λάθος μου, φόρεσα το μακρύ παντελόνι που κουβαλούσα (την χρησιμότητά του την είχα ανακαλύψει από τις περιπλανήσεις μου στη Φολέγανδρο) και άρχισα να κατευθύνομαι προς την (κατά τη γνώμη μου) σωστή πορεία. Δεν είχε δέντρα και ιδιαίτερη βλάστηση, αλλά οι θάμνοι τσιμπούσαν και πλήγωναν τα γυμνά πόδια γι αυτό και χρειαζόταν κάτι μακρύ για να τα προστατεύει στοιχειωδώς.
Κανένα σπίτι δεν φαινόταν πουθενά, αλλά ούτε κάποιος άνθρωπος. Ήμουνα μόνη κι αισθανόμουν χαμένη σε ένα τελείως έρημο και άγνωστο μέρος. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή που περπατούσα στο πουθενά, η μόνη ένδειξη ζωής ήταν ένα καραβάκι που περνούσε, αλλά ήμουν σε τόση μεγάλη απόσταση ψηλότερά του που φάνταζε μικροσκοπικό. Και να 'θελα να τους ζητήσω βοήθεια ήταν αδύνατον να με δουν ή να με ακούσουν.
Τελικά κατάφερα να ξαναβρώ το μονοπάτι. Συνεχίζοντας το δρόμο μου, ένα φίδι (δηλητηριώδες ή όχι δεν ξέρω) διέσχισε κάθετα το μονοπάτι μπροστά στα πόδια μου και αναγκάστηκα να πηδήξω από πάνω του για να μην το πατήσω. Όμως και πάλι δεν πτοήθηκα. Απλώς έγινα πιο προσεχτική. Ούτε λόγος με όλα αυτά να γυρίσω πίσω. Ήθελα να δω αυτό το θαυμαστό κτίσμα.

Κάποια στιγμή οι κόποι μου ανταμείφθηκαν. Έφτασα, επιτέλους στον αρχαίο ναό του Πυθίου Απόλλωνα, που στεκόταν υπομονετικά για αιώνες, εκεί, στη μέση του πουθενά.
Μπήκα προσεχτικά, γιατί δεν ήξερα αν είχε βρει καταφύγιο στο εγκαταλελειμμένο εσωτερικό του κάποιο είδος "αφιλόξενης ζωής" ή κατά πόσο ήταν στέρεα κάποια σημεία του και δεν θα έπεφταν με μια απρόσεχτη κίνηση. Περιπλανήθηκα λίγο μέσα και έξω από αυτόν και θυμάμαι να σκαλίζω το χώμα στο προαύλιο και να βρίσκω κομμάτια από σπασμένα κεραμικά και φαγωμένο τσίγκο.

Είπα να μπω και σε ένα άλλο νεώτερο κτίσμα δίπλα του, χτισμένο με πέτρες. Δεν είχε τίποτε σημαντικό στο εσωτερικό του εκτός από μεγάλα δίχτυα από αράχνες, τρελή βλάστηση και πεσμένες πέτρες. Α, ναι και έναν μεγάλο σκορπιό που έτρεχε μπροστά μου.
Αν μη τι άλλο η τύχη ήταν με το μέρος μου. Κατάμονη σε τέτοια ερημιά με τέτοια πλασματάκια να κυκλοφορούν, αν πάθαινα κάτι, δύσκολα θα τα έβγαζα πέρα.

Ο δρόμος της επιστροφής ήταν πιο εύκολος.
Κάπου εκεί, περνώντας απ' τα καλντερίμια της χώρας για να κατέβω πίσω στο λιμάνι, σα να είδα τη ζωή μου από ψηλά. Τον μικρόκοσμο που ζούσα, την πορεία μου... Κάθισα σε ένα πεζούλι και σκεφτόμουν διάφορα...



Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
(Ο. Ελύτης, γραμμένο για τη Σίκινο)


Όταν πλησίαζα στο λιμάνι είχε αρχίσει να νυχτώνει πια και τα φώτα του είχαν ανάψει. Τα πόδια μου είχαν ξεπεράσει το στάδιο της κούρασης. Δεν αισθανόταν τίποτε. Μόνο κάτι σαν μούδιασμα. Τους έδινα την εντολή να περπατήσουν και εκείνα απλώς υπάκουαν χωρίς διαμαρτυρία και περπατούσαν μηχανικά.
Την επόμενη ημέρα πήρα το καράβι για την επιστροφή. Η άδειά μου είχε τελειώσει και γύρισα στη δουλειά μου.
Όταν ήρθε η μέρα της πληρωμής, μού κοινοποιήθηκε και αύξηση. Μια συνάδελφος μου εξήγησε ότι είχαν σκοπό να με απολύσουν, αλλά ήταν θεαματική η αλλαγή και η απόδοσή μου μετά την επιστροφή.
(Εκεί ψηλά στα καλντερίμια της Σίκινου που το μεγάλο σμίγει με το μικρό…)


Διαβάζοντας το άρθρο του περιοδικού και ψάχνοντας στο διαδίκτυο, έμαθα πως έχει γίνει πια άσφαλτος που οδηγεί στον αρχαίο ναό και πως η απόσταση λιμάνι-χώρα, χώρα-ναός είναι 3,5 και 3,5 χιλιόμετρα.
(Αν υπολογίσεις και την ανηφόρα, τις επιστροφές, τις περιηγήσεις και τις περιπλανήσεις στα χαμένα μαζεύονται αρκετά για μια μέρα…)


Τις φωτογραφίες τις βρήκα στο διαδίκτυο. Οι δικές μου είναι παλιές, κοκκινωπές και με χάλια ανάλυση, τυπωμένες από φιλμ.



-

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Βάτραχοι


Σαν τον βάτραχο.
Που έπεσε μέσα σε ένα καζάνι γεμάτο γάλα.
Ή θα αφηνόταν να βουλιάξει ή θα πάλευε μέχρι να γίνει το γάλα γιαούρτι και να πηδήξει έξω.

Καμιά φορά όμως κουράζεσαι να παλεύεις.
Σε τρελαίνει το άγχος και σε ρίχνει σε θλίψη.
Κάποιοι άνθρωποι δεν βρήκαν τίποτε έτοιμο, ούτε τους χαρίστηκε τίποτε και πρέπει να αγωνίζονται συνέχεια για να κερδίσουν και το παραμικρό.

Όμως δεν είναι τα προβλήματα που διαμορφώνουν τη ζωή μας αλλά ο τρόπος που τα αντιμετωπίζουμε…


-

Αναγγελία


οι πραγματικοί ποιητές πεθαίνουν*
τη θέση τους παίρνουν θεαματικοί στιχοπλόκοι επιφανείας
(οι οθόνες συνεχίζουν να ειδωλοποιούν)



*οι γνήσιοι ποιητές πεθαίνουν
όχι γιατί σταμάτησαν να υπάρχουν
αλλά γιατί σταματήσαμε να τους αναζητάμε


-

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Του καιρού...







Μια και ο καιρός θυμίζει φθινόπωρο, μπερδεύτηκαν και οι μύκητες...
Έβαλα τη μπαταρία δίπλα στα μανιτάρια ως συγκριτικό του μεγέθους τους.
Το μεγαλύτερο ζυγίζει ένα κιλό και 400 γραμμάρια.


-