Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Προσωρινή Στάση



Ας λέω ότι δε θα γράψω.
Οι λέξεις σφηνώνονται μέσα στο μυαλό μου μέχρι να βρουν διέξοδο.
Όπως χθες που με χτύπησε απρόσμενα το:

Και μια μέρα
να 'ρθεις να λογαριαστούμε.
Όχι εσύ όμως
αλλά το αστέρι που κρύβεις μέσα σου.

Ή το άλλο που με τριβέλιζε για μέρες, μέχρι που το ‘γραψα και ησύχασε:

Όπως στους μικρούς μαθαίνουν πώς να μιλούν
έτσι θα 'πρεπε να μαθαίνουν και στους μεγάλους πώς να σιωπούν!

Κι αυτό, που από χθες θα μου φάει το μυαλό αν δεν το αποτυπώσω.

Κάθε μέρα παλεύω με τους δαίμονές μου.
Και κάθε μέρα με νικούν.
Όμως κάθε πρωί ξυπνάω ζωντανή.

Και καμιά δεκάδα από φιλοσοφικές ατάκες του κιλού, να διασκεδάζουμε αυτές κι εγώ εν τω άμα της γέννησής τους.
(Τις παλιές τις έχω ξεχάσει όλες, τις τυχόν καινούργιες θα τις καταγράψω όλες μαζί σε σετ δώρου.)

Έρχονται οι λέξεις, στροβιλίζονται μέσα μου και μόνο άμα τις ξορκίζω αποτυπώνοντάς τες μπορούν να φύγουν για να μείνει το κενό και να δημιουργηθεί θέση για τις επόμενες που ίσως περιμένουν τη σειρά τους. 

Διαμετακομιστικό δοχείο στο ταξίδι τους ο εαυτός μου…

Κι ένα τελευταίο:

Είμαστε κι εμείς
οι ανώνυμοι επιβιώσαντες
που παίρνουμε τη ζωή
ένα βήμα τη φορά.


.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

La Grande Bellezza

Έχει καιρό που σταμάτησα να γράφω.
Από τη μια διάφορες συγκυρίες που με ισοπέδωσαν κι απ’ την άλλη ένας σκεπτικισμός για τον πραγματικό κινητήριο λόγο και την χρησιμότητα των όσων θα έγραφα, μαζί με μια ανήλεη κριτική.
Έτσι, άφηνα/αφήνω τις διάφορες ιδέες να έρχονται περαστικές από το μυαλό μου και να φεύγουν ανεπεξέργαστες (ούτε καν μια δεύτερη σκέψη επ' αυτών).
.
Από μένα πέρασα και στους άλλους, απορρίπτοντας ποιήματα που δεν είχαν τη λάμψη, τη στίλβη της πραγματικής ουσίας. Λόγια, λόγια, λέξεις, λέξεις, προσπάθειες επί προσπαθειών…Γιατί να ονομάζονται όλα ποίηση;
Ολόκληρα κατεβατά με άσκοπους πλατειασμούς νοημάτων, αχρείαστες λεπτομέρειες με τη μορφή εντυπωσιακών λέξεων... Τόσο κενό που χρήζει προβολής για να τραφούν εκατοντάδες «ποιητικά Εγώ»… Και ξαναρωτάω απέλπιδα: γιατί να ονομάζονται όλα αυτά Ποίηση;
Αυτό νομίζω θα ‘ταν το πρώτο κρατούμενο.

Το δεύτερο κρατούμενο ήρθε από μια ιταλική ταινία:  La Grande Bellezza  (The Great Beauty).
Ένας πολύ φινετσάτος εργένης,  πρώην συγγραφέας, επίκεντρο των κοσμικών κύκλων, ζει σε ένα κενό κοσμικότητας και δήθεν κουλτούρας, εκφυλισμού της τέχνης…
.
 (αν και θα ‘χα πάρα πολλά να πω και για τον χαρακτήρα του έργου και για τον εξαίρετο ηθοποιό που τον ενσαρκώνει και γενικότερα για τα μηνύματα που υπάρχουν μέσα στην ταινία – και για τα εμφανή και για τα άλλα, αυτά που είναι κρυμμένα σε μικρές λεπτομέρειες, δε θα πω τίποτα και θα τα παραλείψω -περισσότερες πληροφορίες και κριτική για την ταινία εδώ, πατήστε σύνδεση για να μπείτε στα ενδότερα της σελίδας)
.
…Κάποια στιγμή, λοιπόν, αυτός ο κοσμικά περιφερόμενος από πάρτι σε πάρτι και από event σε event, συναντάει ένα ζευγάρι και τους ρωτάει πώς θα περάσουν το βράδυ τους. Του απαντούν ότι εκείνη θα τελειώσει το σιδέρωμα, θα πιουν μαζί ένα κρασί και μετά θα πάνε για ύπνο και τότε αυτός αναφωνεί για το πόσο ωραίοι άνθρωποι είναι.

Το τρίτο κρατούμενο ήρθε από μια χθεσινή φευγαλέα συζήτηση για τη ματαιότητα, το τι είναι ζωή και τι αξίζει σ' αυτήν… (με αναπόφευκτη αναφορά στην παλιά ταινία του 1987,  Wim Wenders: Wings of Desire, όπου ο Άγγελος συνεχώς απαριθμεί με λαχτάρα τα απλά πράγματα που απαρτίζουν ό,τι λέγεται ζωή...)

Κάπως έτσι θα έγινε το άθροισμα των εντυπώσεων που δούλευαν μέσα στο μυαλό μου και εμφανώς και υπόγεια.

Έτσι, σήμερα που ξύπνησα μου ‘ρθε στο μυαλό το χθεσινό μου όνειρο. 
Πολύ ζωντανό. Έφερνα στη μνήμη μου τα όσα είδα και προσπαθούσα να καταλάβω τα γιατί, τι και πώς…
Κι ενώ επικέντρωνα τη σκέψη μου στα βασικά πρόσωπα και στοιχεία του ονείρου και προβληματιζόμουνα, θυμήθηκα ότι μέσα σε όλη του την ιδιάζουσα πλοκή, κάποια στιγμή διάβαζα ένα βιβλίο και ανάμεσα στα κείμενά του, στο πάνω μέρος της αριστερής σελίδας, υπήρχε ένα ποίημα. Καθώς το διάβαζα μου φάνηκε αριστούργημα και μέσα στον όνειρο, τάχα, μου ήρθαν μνήμες ότι ήταν πασίγνωστο σαν ποίημα με κριτικές καταξιωμένων ανθρώπων που το εξυμνούσαν και μιλούσαν γι αυτό ως 'ύμνο στην απλότητα' και την ομορφιά, εξαίρετη έμπνευση και απόδοση και διάφορα τέτοια.

Κι ενώ ήταν τόσο ζωντανό όλο το όνειρο και όταν ξύπνησα θυμόμουνα κατά γράμμα και το ποίημα και πολλές άλλες λεπτομέρειες, με το να ασχοληθώ με την, κατ’ εμέ, σημαντικότερη πλοκή του ονείρου τα τι και τα πώς του και τις σκέψεις επί σκέψεων, όταν το θυμήθηκα σαν δευτερεύον στοιχείο του ονείρου και πήγα να το καταγράψω, είχα ξεχάσει πώς το διάβασα επακριβώς. 
Θυμάμαι ότι είχε περισσότερες λέξεις κι ότι ήταν μεγαλύτερο (δεν έμοιαζε με χαϊκού, όπως το καταγράφω), αλλά πάει πια...

Υποτίθεται πως κάτω από το ποίημα το όνομα του ποιητή ήταν Μπόρχες, αλλά καθώς χθες όλη μέρα κουβαλούσα ένα μικρό βιβλίο του Μπρετόν στην τσάντα μου και μια και ανέκαθεν μπέρδευα αυτούς τους δύο, νομίζω πως είδα ότι ολόκληρο το όνομα του ποιητή ήταν Αντρέ Μπόρχες… οπότε το αφήνω ασχολίαστο.

Όπως και να ‘χει, ακόμη κι αν δεν υπάρχει πουθενά καταγεγραμμένο και δεν είναι κανενός γνωστού ή αγνώστου ποιητή, δεν το θεωρώ ούτε καν δικό μου, ακόμη κι αν δημιουργήθηκε από υπόγειες διαδρομές συνειρμών και υποσυνείδητες επεξεργασίες των νοητικών δεδομένων που προανέφερα ή και άλλων δεδομένων που ούτε καν φαντάζομαι.

Κι όσο περνάει η ημέρα και το σκέφτομαι, συνεχίζει να μου μοιάζει, όλο και περισσότερο λιτό μα μεστότατο και αριστουργηματικό. Κυριολεκτικά ύμνος στην απλότητα!


Ήταν κάπως έτσι:

‘’Η Κυρά μου βγήκε
κι εκάθησε στην πεζούλα.
Ω, τι όμορφο δειλινό!’’


[Κρατώ μια μικρή αμφιβολία, μήπως ο τελευταίος στίχος θα 'πρεπε να καταγραφεί ως:
"Ω, τι όμορφο που έγινε το δειλινό!".
Βρίσκομαι σε δίλημμα αν εννοείται ήδη και είναι περιττή η επεξήγηση ή αν δεν είναι και τόσο εμφανές και πρέπει να γίνει η αλλαγή, επειδή αυτήν την εντύπωση αποτύπωνε το ποίημα στο όνειρό μου...]


(μήπως το ότι δεν γράφω πια, μου τη φέρνει πισώπλατα στα όνειρα;)




.